- ἡλιόπεπτος
- ἡλιό-πεπτος, ον,A ripened in the sun,
σταφίς Hippiatr.58
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταφίς Hippiatr.58
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιόπεπτος — ἡλιόπεπτος, ον (Μ) αυτός που έχει ωριμάσει στον ήλιο («ἡλιόπεπτος σταφίς», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πεπτος (< πέπτω «ωριμάζω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] … Dictionary of Greek
ἡλιόπεπτον — ἡλιόπεπτος ripened in the sun masc/fem acc sg ἡλιόπεπτος ripened in the sun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek